ἀδελφά

ἀδελφά
ἀδελφά̱ , ἀδελφή
sister
fem nom/voc/acc dual
ἀδελφά̱ , ἀδελφή
sister
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀδέλφ' — ἀδελφά̱ , ἀδελφή sister fem nom/voc/acc dual ἀδελφά̱ , ἀδελφή sister fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀδελφαί , ἀδελφή sister fem nom/voc pl ἀδελφέ , ἀδελφός son of the same mother masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφᾶι — ἀδελφᾷ , ἀδελφή sister fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφάν — ἀδελφά̱ν , ἀδελφή sister fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφάς — ἀδελφά̱ς , ἀδελφή sister fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • братьскы — (4*) нар. По братски: братьскы симъ творѩще всегда. (ἀδελφά) ЖФСт XII, 92 об.; аще бо се братьскы приимете оудобь истина ˫авитьсѩ. (ἀδελφικῶς) КЕ XII, 149а; и паче винограднии дѣлатели не раболѣпно ни мьздолѣпно. но послушающе и братьскы.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • IMAGINES — I. IMAGINES in Gentilium religione multi usûs, qui tamen non apud omnes eorum semper viguit. Nam fuêre, qui urcumque Numina colentes varia, aut Solem saltem sub variis nominibus, neque atas, neque statuas Imag insque ullas eorum hab uêre, nec… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κακολογία — η (AM κακολογία) [κακολογώ] 1. κακός και προσβλητικός λόγος («ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίας καὶ κακοηθείας ἀδελφά», Πλάτ.) 2. βλασφημία, ύβρις νεοελλ. μσν. κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”